αυταπόδεικτος

αυταπόδεικτος
-η, -ο
αυτός που αποδεικνύεται από μόνος του, ο αυτονόητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αυτόδηλος — η, ο (AM αὐτόδηλος, ον) [δήλος] ολοφάνερος αυταπόδεικτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”